Η ποινική προδικασία είναι η διαδικασία που μεσολαβεί από την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και τερματίζεται με την οριστική παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή την απαλλαγή του χωρίς δίκη. Σκοπός της προδικασίας είναι να διαλευκανθεί κατά το δυνατόν η υπόθεση και να διαπιστωθεί αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η ποινική προδικασία είναι γραπτή σε αντίθεση με τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία στις ποινικές υποθέσεις είναι πάντοτε υποχρεωτικά προφορική (είναι χαρακτηριστικό ότι για να ληφθούν υπ' όψιν έγγραφα στο ακροατήριο θα πρέπει να αναγνωσθούν μεγαλόφωνα από τους δικαστές).
Η προδικασία οφείλει να συμβιβάσει δύο αντίθετα συμφέροντα. Το ένα συμφέρον είναι τα εγκλήματα να διαλευκάνονται γρήγορα και ο ένοχος να τιμωρείται σύντομα σε σχέση με την τέλεση της πράξης, να αποδίδεται δηλαδή γρήγορα δικαιοσύνη. Το άλλο συμφέρον είναι να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια άσκοπα με υποθέσεις και να μην ταλαιπωρούνται αθώοι συρόμενοι στα δικαστήρια με αστήρικτες κατηγορίες. Το δικαστήριο στο ακροατήριο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει νέα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία πρέπει να έχουν κατά το δυνατόν συλλεγγεί από πριν. Επίσης ο κατηγορούμενος πρέπει να ξέρει επακριβώς γιατί κατηγορείται και τι στοιχεία υπάρχουν εναντίον του για να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του.
Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Άσκηση Δίωξης
2 Διαδικασία του Αυτοφώρου
3 Ανάκριση
4 Συμβούλιο
5 Εξαιρέσεις
Άσκηση Δίωξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Εισαγγελέας, με το που λάβει γνώση της τέλεσης ενός εγκλήματος είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από έγκληση του παθόντος είτε μετά από μήνυση τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη (εφόσον συντρέχουν καταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Σε κακουργήματα πρέπει να έχει προηγηθεί πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης προκαταρκτική εξέταση ή να έχουν διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις (εξέταση στοιχείων, μαρτύρων, εμπλεκομένων κλπ.) από την Αστυνομία ή τον πταισματοδίκη ( N. 4055/2012 ). Η υπόθεση όμως μπορεί παρ' όλα αυτά να μην είναι ξεκάθαρη και να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αν δεν είναι ξεκάθαρη και οδηγηθεί κατευθείαν στο ακροατήριο, μπορεί να ταλαιπωρηθούν αθώοι και να μην ξεκαθαρίσει η υπόθεση ή να δικάζεται για μακρό χρόνο. Το δίκαιό μας δεν επιθυμεί να ερευνά ο εισαγγελέας τη βασιμότητα των καταγγελιών που του γίνονται (με μήνυση ή έγκληση), επειδή αυτός είναι που θα προσπαθήσει να στηρίξει την κατηγορία στο ακροατήριο και ενδέχεται να μην είναι αντικειμενικός. Έτσι αναθέτει τη διερεύνηση της βασιμότητας της μήνυσης σε έναν ανεξάρτητο δικαστή, τον ανακριτή ή τον πταισματοδίκη.
Διαδικασία του Αυτοφώρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σε πλημμελήματα που είναι τα πραγματικά περιστατικά ξεκάθαρα και ο δράστης έχει συλληφθεί μέχρι το πέρας της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, η υπόθεση εισάγεται δηλαδή χωρίς προδικασία απευθείας στο Αυτόφωρο Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ο φερόμενος ως δράστης όταν προσαχθεί ενώπιον του αυτόφωρου δικαστηρίου έχει δικαίωμα να ζητήσει τριήμερη αναβολή για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν είναι βεβαιωμένη η διεύθυνση κατοικίας του δεν κρατείται για το τριήμερο της αναβολής, αλλά αφήνεται ελεύθερος.
Ανάκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αν ασκηθεί ποινική δίωξη, μετά τη διεξαγωγή προανάκρισης ή και προκαταρκτικής εξέτασης,σε βαθμό κακουργήματος, ο εισαγγελέας αποστέλνει τη δικογραφία στον τακτικό ανακριτή ( που είναι πρωτοδίκης δικαστής ειδικά αποσπασμένος,συνήθως για μία διετία ), που έχει την δυνατότητα να επαναλάβει όλες τις προανακριτικές πράξεις ( λ.χ.επανεξέταση μαρτύρων ), και, επίσης, να προβεί σε όποιες άλλες ανακριτικές πράξεις κρίνει αναγκαίες ( λ.χ.άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών,αυτοψία κλπ.), συντάσσοντας τις κατά τη δικονομία εκθέσεις ( λ.χ. έκθεση αυτοψίας,έκθεση κατάσχεσης αντικειμένων ή εγγράφων κλπ.). Μετά την ολοκλήρωση καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία,αφού προηγουμένως του κοινοποιήσει όλα τα έγγραφα της δικογραφίας. Ο κατηγορούμενος, συνήθως ο δικηγόρος του,έχει δικαίωμα λήψης αντιγράφων. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου και ευθύς αμέσως ο ανακριτής, μετά της σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα, είτε αφήνει τον κατηγορούμενο ελεύθερο, είτε τον προφυλακίζει,είτε του επιβάλλει περιοριστικούς όρους ( χρηματική εγγύηση, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εμφάνιση στο οικείο του αστυνομικό τμήμα κάθε 1η και 15η κάθε μήνα ). Η δικογραφία επιστρέφεται στην εισαγγελία. Ο εισαγγελέας υποβάλλει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο για παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο κατά την ύλη και τόπο δικαστήριο. Αν το δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα. Κατόπιν ορίζεται τακτική δικάσιμος. Το συμβούλιο έχει το δικαίωμα να εκδώσει και απαλλακτικό βούλευμα, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ή απλά ο κατηγορούμενος τελικά είναι αθώος,προκειμένου να αποφευχθεί και η ταλαιπωρία ενώπιον του δικαστηρίου. Στα ενδιάμεσα αυτά δικονομικά στάδια ο κατηγορούμενος έχει πλειονότητα δικαιωμάτων ( λ.χ.να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης, αν έχει προφυλακισθεί - ο νόμος χαρακτηρίζει την προφυλάκιση σαν προσωρινή κράτηση - ή να ασκήσει έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ). Στις περιπτώσεις πλημμελημάτων δε διενεργείται κύρια ανάκριση ( αποκαλείται και " τακτική " ), εκτός αν απαιτείται ιδιαίτερη διαλεύκανση.
Συμβούλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο νομοθέτης, φοβούμενος ότι ο ανακριτής μπορεί επηρεασμένος από την έρευνα να μην είναι αντικειμενικός στην κρίση του αν τα στοιχεία επαρκούν για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη, αναθέτει την απόφαση για την περάτωση της ανάκρισης και για το αν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο σε άλλους δικαστές, στο Δικαστικό Συμβούλιο. Ο εισαγγελέας εισηγείται στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (παραπεμπτική πρόταση) ή, αν δεν έχουν προκύψει επιβαρυντικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο, την παύση της ποινικής δίωξης και την απαλλαγή του κατηγορουμένου (απαλλακτική πρόταση). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποτελείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Παλαιότερα συμμετείχε και ο ανακριτής (ως ένας από τους τρεις), αλλά πλέον δε συμμετέχει. Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκτός από την πρόταση του εισαγγελέα, υποβάλλουν τις απόψεις τους ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων (το θύμα του εγκλήματος), αν υπάρχει. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου είναι γραπτή, δεν υπάρχει δηλαδή δημόσια συνεδρίαση, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφασίζει με βάση τα στοιχεία που έχει αν πρέπει να περατωθεί ή να συνεχιστεί η ανάκριση και αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η απόφασή του ονομάζεται βούλευμα. Αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, παραπέμπει την υπόθεση να δικαστεί στο ακροατήριο από το αρμόδιο δικαστήριο (παραπεμπτικό βούλευμα), αν όχι, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο και παύει την ποινική δίωξη (απαλλακτικό βούλευμα).
Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών μπορεί να ασκηθεί έφεση, ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος. Έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας ή ο πολιτικώς ενάγων. Η έφεση εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία από το Συμβούλιο Εφετών, αποτελούμενο από έναν Πρόεδρο Εφετών και δύο Εφέτες. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί από τα ίδια πρόσωπα αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο εκδίδει αμετάκλητο βούλευμα.
Εξαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αυτή η διαδικασία αποτελεί τον κανόνα για τα κακουργήματα. Επειδή όμως είναι πολύ χρονοβόρα και μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ο νομοθέτης έχει εισαγάγει πολλές εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις μπορεί να παρακάμπτουν ολόκληρη την προδικασία (απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο) ή κάποιο στάδιό της (ανάκριση, Συμβούλια, έφεση κατά βουλευμάτων, απευθείας εισαγωγή στο Συμβούλιο Εφετών). Οι εξαιρέσεις εξαρτώνται κυρίως από τη βαρύτητα και το είδος του εγκλήματος ή από το πόσο ξεκάθαρα είναι τα πραγματικά περιστατικά. Η πλήρης ποινική προδικασία είναι η εξαίρεση στα πλημμελήματα.
Η προδικασία οφείλει να συμβιβάσει δύο αντίθετα συμφέροντα. Το ένα συμφέρον είναι τα εγκλήματα να διαλευκάνονται γρήγορα και ο ένοχος να τιμωρείται σύντομα σε σχέση με την τέλεση της πράξης, να αποδίδεται δηλαδή γρήγορα δικαιοσύνη. Το άλλο συμφέρον είναι να μην επιβαρύνονται τα δικαστήρια άσκοπα με υποθέσεις και να μην ταλαιπωρούνται αθώοι συρόμενοι στα δικαστήρια με αστήρικτες κατηγορίες. Το δικαστήριο στο ακροατήριο δεν έχει τη δυνατότητα να συλλέξει νέα στοιχεία για την υπόθεση. Τα στοιχεία πρέπει να έχουν κατά το δυνατόν συλλεγγεί από πριν. Επίσης ο κατηγορούμενος πρέπει να ξέρει επακριβώς γιατί κατηγορείται και τι στοιχεία υπάρχουν εναντίον του για να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του.
Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Άσκηση Δίωξης
2 Διαδικασία του Αυτοφώρου
3 Ανάκριση
4 Συμβούλιο
5 Εξαιρέσεις
Άσκηση Δίωξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Εισαγγελέας, με το που λάβει γνώση της τέλεσης ενός εγκλήματος είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από έγκληση του παθόντος είτε μετά από μήνυση τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη (εφόσον συντρέχουν καταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Σε κακουργήματα πρέπει να έχει προηγηθεί πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης προκαταρκτική εξέταση ή να έχουν διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις (εξέταση στοιχείων, μαρτύρων, εμπλεκομένων κλπ.) από την Αστυνομία ή τον πταισματοδίκη ( N. 4055/2012 ). Η υπόθεση όμως μπορεί παρ' όλα αυτά να μην είναι ξεκάθαρη και να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αν δεν είναι ξεκάθαρη και οδηγηθεί κατευθείαν στο ακροατήριο, μπορεί να ταλαιπωρηθούν αθώοι και να μην ξεκαθαρίσει η υπόθεση ή να δικάζεται για μακρό χρόνο. Το δίκαιό μας δεν επιθυμεί να ερευνά ο εισαγγελέας τη βασιμότητα των καταγγελιών που του γίνονται (με μήνυση ή έγκληση), επειδή αυτός είναι που θα προσπαθήσει να στηρίξει την κατηγορία στο ακροατήριο και ενδέχεται να μην είναι αντικειμενικός. Έτσι αναθέτει τη διερεύνηση της βασιμότητας της μήνυσης σε έναν ανεξάρτητο δικαστή, τον ανακριτή ή τον πταισματοδίκη.
Διαδικασία του Αυτοφώρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σε πλημμελήματα που είναι τα πραγματικά περιστατικά ξεκάθαρα και ο δράστης έχει συλληφθεί μέχρι το πέρας της επόμενης ημέρας από την τέλεση της πράξης ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου, η υπόθεση εισάγεται δηλαδή χωρίς προδικασία απευθείας στο Αυτόφωρο Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Ο φερόμενος ως δράστης όταν προσαχθεί ενώπιον του αυτόφωρου δικαστηρίου έχει δικαίωμα να ζητήσει τριήμερη αναβολή για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Αν είναι βεβαιωμένη η διεύθυνση κατοικίας του δεν κρατείται για το τριήμερο της αναβολής, αλλά αφήνεται ελεύθερος.
Ανάκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αν ασκηθεί ποινική δίωξη, μετά τη διεξαγωγή προανάκρισης ή και προκαταρκτικής εξέτασης,σε βαθμό κακουργήματος, ο εισαγγελέας αποστέλνει τη δικογραφία στον τακτικό ανακριτή ( που είναι πρωτοδίκης δικαστής ειδικά αποσπασμένος,συνήθως για μία διετία ), που έχει την δυνατότητα να επαναλάβει όλες τις προανακριτικές πράξεις ( λ.χ.επανεξέταση μαρτύρων ), και, επίσης, να προβεί σε όποιες άλλες ανακριτικές πράξεις κρίνει αναγκαίες ( λ.χ.άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών,αυτοψία κλπ.), συντάσσοντας τις κατά τη δικονομία εκθέσεις ( λ.χ. έκθεση αυτοψίας,έκθεση κατάσχεσης αντικειμένων ή εγγράφων κλπ.). Μετά την ολοκλήρωση καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία,αφού προηγουμένως του κοινοποιήσει όλα τα έγγραφα της δικογραφίας. Ο κατηγορούμενος, συνήθως ο δικηγόρος του,έχει δικαίωμα λήψης αντιγράφων. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου και ευθύς αμέσως ο ανακριτής, μετά της σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα, είτε αφήνει τον κατηγορούμενο ελεύθερο, είτε τον προφυλακίζει,είτε του επιβάλλει περιοριστικούς όρους ( χρηματική εγγύηση, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εμφάνιση στο οικείο του αστυνομικό τμήμα κάθε 1η και 15η κάθε μήνα ). Η δικογραφία επιστρέφεται στην εισαγγελία. Ο εισαγγελέας υποβάλλει πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο για παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο κατά την ύλη και τόπο δικαστήριο. Αν το δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις εκδίδει παραπεμπτικό βούλευμα. Κατόπιν ορίζεται τακτική δικάσιμος. Το συμβούλιο έχει το δικαίωμα να εκδώσει και απαλλακτικό βούλευμα, αν κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ή απλά ο κατηγορούμενος τελικά είναι αθώος,προκειμένου να αποφευχθεί και η ταλαιπωρία ενώπιον του δικαστηρίου. Στα ενδιάμεσα αυτά δικονομικά στάδια ο κατηγορούμενος έχει πλειονότητα δικαιωμάτων ( λ.χ.να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης, αν έχει προφυλακισθεί - ο νόμος χαρακτηρίζει την προφυλάκιση σαν προσωρινή κράτηση - ή να ασκήσει έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος ). Στις περιπτώσεις πλημμελημάτων δε διενεργείται κύρια ανάκριση ( αποκαλείται και " τακτική " ), εκτός αν απαιτείται ιδιαίτερη διαλεύκανση.
Συμβούλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο νομοθέτης, φοβούμενος ότι ο ανακριτής μπορεί επηρεασμένος από την έρευνα να μην είναι αντικειμενικός στην κρίση του αν τα στοιχεία επαρκούν για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη, αναθέτει την απόφαση για την περάτωση της ανάκρισης και για το αν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο σε άλλους δικαστές, στο Δικαστικό Συμβούλιο. Ο εισαγγελέας εισηγείται στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (παραπεμπτική πρόταση) ή, αν δεν έχουν προκύψει επιβαρυντικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο, την παύση της ποινικής δίωξης και την απαλλαγή του κατηγορουμένου (απαλλακτική πρόταση). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποτελείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Παλαιότερα συμμετείχε και ο ανακριτής (ως ένας από τους τρεις), αλλά πλέον δε συμμετέχει. Στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκτός από την πρόταση του εισαγγελέα, υποβάλλουν τις απόψεις τους ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων (το θύμα του εγκλήματος), αν υπάρχει. Η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου είναι γραπτή, δεν υπάρχει δηλαδή δημόσια συνεδρίαση, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφασίζει με βάση τα στοιχεία που έχει αν πρέπει να περατωθεί ή να συνεχιστεί η ανάκριση και αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα για το οποίο του έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Η απόφασή του ονομάζεται βούλευμα. Αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις, παραπέμπει την υπόθεση να δικαστεί στο ακροατήριο από το αρμόδιο δικαστήριο (παραπεμπτικό βούλευμα), αν όχι, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο και παύει την ποινική δίωξη (απαλλακτικό βούλευμα).
Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών μπορεί να ασκηθεί έφεση, ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος. Έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας ή ο πολιτικώς ενάγων. Η έφεση εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία από το Συμβούλιο Εφετών, αποτελούμενο από έναν Πρόεδρο Εφετών και δύο Εφέτες. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών μπορεί να ασκηθεί από τα ίδια πρόσωπα αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο εκδίδει αμετάκλητο βούλευμα.
Εξαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αυτή η διαδικασία αποτελεί τον κανόνα για τα κακουργήματα. Επειδή όμως είναι πολύ χρονοβόρα και μπορεί να διαρκέσει χρόνια, ο νομοθέτης έχει εισαγάγει πολλές εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις μπορεί να παρακάμπτουν ολόκληρη την προδικασία (απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο) ή κάποιο στάδιό της (ανάκριση, Συμβούλια, έφεση κατά βουλευμάτων, απευθείας εισαγωγή στο Συμβούλιο Εφετών). Οι εξαιρέσεις εξαρτώνται κυρίως από τη βαρύτητα και το είδος του εγκλήματος ή από το πόσο ξεκάθαρα είναι τα πραγματικά περιστατικά. Η πλήρης ποινική προδικασία είναι η εξαίρεση στα πλημμελήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου